ανασυνδέω

ανασυνδέω
-εσα, -έθηκα, -εμένος, ξαναδένω (κυριολ. και μτφ.): Προσπάθησε να ανασυνδέσει τις ιδέες του, αλλά δεν το κατάφερε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανασυνδέω — συνδέω εκ νέου, ξανασυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + συνδέω. Η λ., στον λόγιο τ. μτχ. θηλ. παθ. αορ. β’, ἀνασυνδεθεῖσαι, μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • επανασυνδέω — επανασύνδεσα και επανασυνέδεσα, επανασυνδέθηκα, επανασυνδεμένος, μτβ., κυριολ. και μτφ., δύο ή περισσότερα πράγματα ή πρόσωπα που αποχωρίστηκαν μεταξύ τους τα συνδέω πάλι, ανασυνδέω, ξαναδένω. Επανασύνδεσαν τις σχέσεις τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”